Η εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, τη 15ην
Αυγούστου, αποτελεί κορυφαίο γεγονός της σωτηριολογικής οικονομίας του Θεού. Η Παρθένος Μαρία, «τὸ κατὰ χάριν ἀσυγχύτως Θεοτόκος» (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Λόγος Α’ εἰς τὴν Κοίμησιν), διήλθε την οδό της τέλειας υπακοής και ταπεινώσεως, και η Εκκλησία την υμνεί ως «νέα Εύα, ἐν ᾗ ἀνακαινίζεται ἡ φύσις ἡ κτιστή» (Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Ἀνθρώπου Ἀναστάσεως, PG 46, 350).
Η Κοίμησις της Θεοτόκου δεν είναι απλώς θάνατος, αλλά μετάθεση εκ του φθαρτού εις το άφθαρτον· όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός: «ἐν τῇ κοιμήσει τῆς Παρθένου, οὐ θάνατος, ἀλλ’ ἀνάληψις ἐστίν» (Λόγος Α’, PG 96, 1210). Η Μήτηρ του Κυρίου ανελήφθη σώματι και ψυχή, προτύπον της μελλοντικής αναστάσεως των πιστών. Κατὰ τον Άγιον Ανδρέαν Κρήτης: «ὡς ἀληθῶς ἡ Παρθένος ἀνελήφθη, ὡς πρώτη μετέχουσα τῆς ἐσχάτης δόξης, πρὸς παράδειγμα ἡμῖν πάντων» (PG 97, 965).
Η Εκκλησία πανηγυρίζει και δεν θρηνεί, διότι η Κοίμησις είναι θεολογική βεβαίωσις της νίκης της ζωής επί του θανάτου και της δόξης που μας περιμένει εν Χριστῷ. Ο Δεκαπενταύγουστος καθίσταται χρόνος πνευματικής ανατάσεως, υπενθυμίζοντας ότι «ἡ Θεοτόκος σκέπη καὶ μεσίτρια ἐστίν τῶν πιστῶν» (Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 96, 1215).
Οι πιστοί, και ιδιαίτερα η νεολαία, καλούνται να μιμηθούν την ακράδαντον πίστη και την ταπείνωση της Παναγίας, προστρέχοντας προς αυτήν ως μητέρα της Εκκλησίας και άγρυπνον μεσίτριαν. Η Κοίμησις Της διακηρύσσει ότι το τέλος της ζωής δεν είναι απώλεια, αλλά «ἀρχὴ ζωῆς ἀληθινῆς καὶ ἀιώνιας» (Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Ἀνθρώπου Ἀναστάσεως, PG 46, 352).