Πάμιστιστ’ἁλώνιαρά….
-Ἰλάτιρά. -Θὰρθῆτιρά; -Σιαποῦρὰπααίντιἰσεῖς; -Νάρά, πααίνουμισιαπέραστοὺν Κάμπου. -Ἰκεῖστ’παπποῦτ’Στέργιουτοὺχουράφ’,γίνκηἰφέτουτρανὴσυγκεντρουσ’γιὰτ’ἁλώνια. -Ἴφιρανκιὅλατὰδιμάτχιαἀπ’ τςθημουνιές. Τὰκουβάλτσανμὶτὰμπλάργια. Ἀπ’ σιαπὰνἀπ’τὰἸσιώματα, ἀπ’τοὺν Πύργου, ἀπ’ τ’Σιδέρ’,ἀπ’ τ’Γιάνν’ τ’Λάκκα, ἀπ’ τ’Βασίλ’ τ’Λάκκα, ἀπ’ τ’Βλάχ’ τ’Στρούγγα, ἀπ’ τ’Ἀπουκόλουμα, ἀπ’ τ’Ζέρβα, ἀπ’ τὰΚούτσουρα, ἀπ’ τοὺΡιζό, ἀπ’ τοὺΚαλάμ’, ἀπ’ τςΣτινούρις, ἀπ’ τοὺΚουφουλόγγ’, ἀπ’ τοὺΚαραούλ’, ἀπ’ τὰΜαυρόϊα, ἀπ’ τ’Μπαζανίκα, ἀπ’ τοὺΝουφανό, ἀπ’ τὰΠαλιάμπιλα, ἀπ’ τοὺν Σταυρό, ἀπ’ τὰΓκουλιαβάργια, ἀπ’ ‘νΤσιούκα, ἀπ’ τ’Μπατᾶ, ἀπ’ τὰΜπατζιλίκια, ἀπ’ τςΓκουρτσιές, ἀπ’ τοὺΛειβάδ’, ἀπ’ τ’Γκόλιαβ’ τ’Ράχ’, ἀπ’ ‘νἸτιά, ἀπ’ τςΧαλκιόπις,ἀπ’ τὰΤσακνάθκα,ἀπ’ τοὺνΠαλιάμπιλου, ἀπ’ τ’Διμοιρία, ἀπ’ τὰΚέδρα κι ὅπ’ εἶχανχουράφχιαστὰλυκουρέματαὅλα.
-Ἀ ρά, εἶδαμνιὰ μέρα δγυὸμκρὰπιδγιὰνὰφέρν’ μὶτὰμπλάργιατςδιμάτχιαἀπ’ σιαπικεῖθιἀποὺ ‘νΤσιούκα. Εἶδα κι φουβήθκα. Σὰννὰπάηνανδγυὸθημουνιέςστοὺν δρόμουμαναχιέςτις. Κι τοὺἕναβάϊζικάμπουσου.
Ἰκεῖ στ’ συγκέντρουσ’ ξανὰ θημώνιαζαν. Ἔρχουνταν στ’ μέσ’ ἡ πατόζαμὶτοὺμιγάλουτοὺμπουρὶἁπ’ἔβγαζιτ’ἄχυρου. ἼφιρνανἕνατρακτὲρΛάντςμὶσιδηρένιςρόδιςκιἕναμπόκμπόκμπόκἁπ’ σὶξικούφηνι. Ἔβγαζικιἕνανδαυλιάρκουμαυρουχαχαλιασμένουκαπνό…Ἀ κι μὶἕναδυνατὸλουρὶ-ἱμάνταςἔδουνικίνησ’ σμπατόζα. Τοὺλουρὶαὐτὸδὲνφλάγουνταν, κιἅμακάναςἦτανξίκουςκιἀνέφταγους, αὐτὸἔκουβικιφάλια κι χέργια. Ἡ πατόζαἦτανμνιὰξυλέϊνκατασκιβή. Ἀπάνουτςδὲνεἶχικάτ’ μηχανή. Ἔπιρνιμπρὸςτοὺἀνιβατόρ’, ξικινοῦσαν κι τ’ἄλουγα κι ἄλλαλουργιά. Ἔτσιαςτἄλιγάμιἰμεῖςτὰπιδγιά. Τοὺνἄλλουνκιρό,ἁπ’ τνεἶχανἀφμέν’ἰκεῖστοὺΤυρουκουμείου,ἰμεῖςτὰπιδγιὰἔμπηνάμι μέσα κι ‘νἰξιρηβνούσαμι.Στ’ἀνιβατόρ’, σνκάτ’ τ’μιριὰἕναςἔβαζιτὰδιμάτχια, κιἕναςσνἀηπανὴἦταν ἡ ταϊστής. Ἔκουβιτοὺδιματκὸμὶμκρὸλιλέκ’, κι τάϊζι-ἔρχνιὅλουτοὺδιμάτ’ μέσα. Κι ἀρχινοῦσι ἡ δλιά.Ἄλουγαἴλιγάμιαὐτὰποὺκουπανοῦσαντὰ στάχυα κι ἔπιφτιτοὺστιάρ’. Ὕστιρατοὺκουσκνοῦσανδιάφουρακόσκνα. Ἔπιφταντὰἄγανα, τὰσκύβαλα,δαυλὸς, ἶρα, ἡ βίκους,τὰ κότσαλα, ἡ χνούμ’ κι τὰσμμάζιβι ἡ νοικουκυρὰὅλαγιὰτςκότις κι τὰχοιράδγιατς. Ἡ νοικουκύρςσάκκιαζιτοὺστιάρ’ κι ζύϊαζι. Ἔδουνικι τοὺδικαίουμα-ἀξάϊστοὺνμάστουρατςπατόζας. Τέλους μάζουνικι τ’ἄχυρουπ’χρειάζουντανγιὰτὰζουντανάτ’ στοὺχειμῶνα.Τ’ἄχυρουτοὔφιρνανσνἀχυρῶνα. Ἰκεῖἰμεῖςτὰπιδγιὰεἴχαμιγλέντ’, πατούσαμιτ’ἀχέρατα. Κυνηγιούμασταν ἢ πχιάνουμάστανἀπ’ τςγριντιὲς κι ἔφκιανάμιμέσ’ στ’ἄχυρακουτρουμπλίτσις. Νὲσκόν’ νὲπλιμόνιανὲτάχα θὰπάθν’καμνιὰλοίμουξ’τὰπιδγιά, νὲκαντίπουτας.
Ὅλιςαὐτέςοἱ λέξεις τ’ἁλουνισμοῦεἶνιἀρχαῖις!!! Αἰῶνιςπρουτοῦἀκόμανὰφανοῦνοἱἔρμ’ οἱΣκουπχιανοὶαὐτοῦϊαςσιαπάν’. Τί νὰτςπῆςκιἀφνούς;
ΕἴπητικάναςτίπουταςγιὰτὰΣκουπχιανὰτὰτραγούδγιαποὺτραγούτσανστ’Βεύη κι αὐτοῦϊαςσιαπέρα; Ἔμκι τί ἄλλουθὰμᾶςπήτιρά;
Ἄειἀρνιμα. Τί νὰτοὺνπῆςκιαὐτόν;
6.7.2025