Aρχική

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ) 13-10-2019

Εκτύπωση

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 13-10-2019

ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ

ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

Ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ γε­ωρ­γοῦ πού σπέρ­νει τόν σπό­ρο στό χω­ρά­φι

Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. λε΄

(Η΄,05-15)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την· Ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπεί­ρων·

Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λή·

«Βγῆ­κε ὁ γε­ωρ­γός γιά νά σπεί­ρει τόν σπό­ρo στό χω­ρά­φι του.

Κα­θώς ἔ­σπερ­νε, κά­ποι­οι σπό­ροι ἔ­πε­σαν δί­πλα στόν δρό­μο. Αὐ­τοί ἤ πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, ἤ τούς ἔ­φα­γαν τά που­λιά.

Ἄλ­λοι ἔ­πε­σαν σέ χῶ­μα πε­τρῶ­δες καί ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν σύν­το­μα, για­τί δέν βρῆ­καν ὑ­γρα­σί­α.

Με­ρι­κοί ἔ­πε­σαν μέ­σα στά ἀγ­κά­θια, πού ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα φύ­τρω­σαν, τούς ἔ­πνι­ξαν, για­τί με­γά­λω­σαν καί αὐ­τά μα­ζί τους.

Κά­ποι­οι ὅ­μως ἔ­πε­σαν στό κα­θα­ρό καί ἀ­φρά­το χῶ­μα. Οἱ σπό­ροι αὐ­τοί ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, καρ­πο­φό­ρη­σαν ἑ­κα­τό φο­ρές πε­ρισ­σό­τε­ρο».

Λέ­γον­τας αὐ­τά, φώ­να­ξε δυ­να­τά· «Ὅ­ποι­ος ἔ­χει αὐ­τιά, γιά νά ἀ­κού­ει, ἄς ἀ­κού­ει μέ προ­σο­χή».

Ὅ­ταν οἱ μα­θη­τές του ἔ­μει­ναν μό­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ, τόν ρω­τοῦ­σαν· «Τί ση­μαί­νει αὐ­τή ἡ πα­ρα­βο­λή»;

Αὐ­τός εἶ­πε· «Ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε σ’ ἐ­σᾶς τό προ­νό­μιο, νά γνω­ρί­σε­τε τά μυ­στή­ρια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ὅ­μως θά δι­δά­σκον­ται μέ πα­ρα­βο­λές, ὥ­στε ἐ­νῶ βλέ­πουν, νά μήν ξε­χω­ρί­ζουν κα­θα­ρά καί ἐ­νῶ ἀ­κοῦ­νε, νά μήν κα­τα­λα­βαί­νουν».

«Νά ἐ­ξη­γή­σω τώ­ρα σ’ ἐ­σᾶς, τί ση­μαί­νει ἡ πα­ρα­βο­λή αὐ­τή. Ὁ σπό­ρος εἶ­ναι ὁ σω­τή­ριος λό­γος τοῦ Θε­οῦ.

Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στόν δρό­μο, εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἄ­κου­σαν τό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Θε­οῦ.

Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ὁ δι­ά­βο­λος καί ξερ­ρι­ζώ­νει τίς ἀ­λή­θει­ες μέ­σα ἀ­πό τίς καρ­δι­ές τους, γιά νά μήν πι­στεύ­σουν καί σω­θοῦν.

Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στό πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι πού μέ χα­ρά δέ­χον­ται τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, ἡ πί­στη ὅ­μως μέ­σα τους δέν εἶ­ναι βα­θειά ρι­ζω­μέ­νη.

Στήν ἀρ­χή πι­στεύ­ουν μέ ἐν­θου­σια­σμό, ἀλ­λά στήν συ­νέ­χεια, μό­λις πα­ρου­σια­σθοῦν οἱ πρῶ­τες δυ­σκο­λί­ες γιά τήν πί­στη, ἀ­μέ­σως ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται.

Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στά ἀγ­κά­θια, εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι πού γνώ­ρι­σαν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως οἱ φρον­τί­δες, τά πλού­τη καί οἱ ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς τούς ἀ­πορ­ρο­φοῦν, γι’ αὐ­τό καί δέν καρ­πο­φο­ροῦν.

Οἱ σπό­ροι τε­λι­κά, πού ἔ­πε­σαν στό κα­λό καί ἀ­φρά­το χῶ­μα, εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἀ­κοῦ­νε τόν σω­τή­ριο λό­γο μέ ἁ­πλή καί ἀ­πο­νή­ρευ­τη καρ­διά.

Αὐ­τοί τόν φυ­λά­γουν βα­θειά στήν καρ­διά τους σέ ὅ­λη τους τήν ζω­ή, γι’ αὐ­τό καί καρ­πο­φο­ροῦν μέ ὑ­πο­μο­νή».

Τε­λει­ώ­νον­τας ὁ Χρι­στός τήν πα­ρα­βο­λή, φώ­να­ξε πιό δυ­να­τά· «Ὅ­ποι­ος ἔ­χει αὐ­τιά γιά νά ἀ­κού­ει,

ἄς ἀ­κού­ει μέ προ­σο­χή».

 ΠΗΓΗ