Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος κατορθώνει μέσα ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία νὰ φθάσει στὴν ἁγιότητα, τότε ἡἘκκλησία πανηγυρίζει, γιατὶἔχει πετύχει τὸν κύριο λόγο ὑπάρξεώς της, τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν.
Πανηγυρίζει ἡἘκκλησία τῶν πιστῶν, ἡ στρατευομένη, ἀλλὰ πανηγυρίζει καὶἡἘκκλησία τοῦ οὐρανοῦ, ἡ θριαμβεύουσα, ὅπου ἡἁγιασμένη ψυχὴἀπολαμβάνει τῶν «ἡτοιμασμένων ἀγαθῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».
Ὁ στεφοδότης Κύριος δοξάζει τὸν ἁγιασμένο ἄνθρωπο μὲ πολλοὺς τροπους, ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Τοὺς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω» (Παρ. η΄ 17, Α΄ Βασιλ. β΄30).
Ἔτσι σὲἄλλους δίνει τὸ χάρισμα τῶν ἰαμάτων, σὲἄλλους τὴν εὐωδία, σὲἄλλους τὴν μυροβλυσία.
ΟἱἍγιοί μας ἦταν, ὅπως εἶναι καὶ σήμερα, ἀγωνιστὲς τῆς ζωῆς, ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιστὲς νόμιμοι στὸ στίβο τοῦἤθους, τῆς ὁμολογίας, τῶν πατρικῶν παραδόσεων καὶ τῆς ψυχικῆς κενώσεως στὴν ὑπηρεσία τοῦπλησίον.
Ποῦ διέφεραν καὶ ποῦ διαφέρουν οἱἍγιοι ἀπὸἐμᾶς;
Διέφεραν καὶ διαφέρουν στὴν πληρότητα τῆς καρδιᾶς τους ἀπὸ τὴ θεϊκὴἀγάπη, ἀφοῦ δὲν τοὺς γέμιζε ποτὲἡ κοσμικὴ δόξα, οἱἀνέσεις, τὰ πλούτη καὶἡ κοινωνικὴ καταξίωση.
Αὐτὲς τὶς πρόσκαιρες ἐπιδιώξεις ἐπιζητοῦμε ἐμεῖς οἱὀλιγόπιστοι, ἐμεῖς ποὺἔχουμε κοσμικὸ φρόνημα, ποὺἔχουμε κενὸ στὴν καρδιά μας δυσαναπλήρωτο καὶἀντὶ νὰ τὸ γεμίζουμε μὲ Θεὸ προσπαθοῦμε, χωρὶς ἐπιτυχία βέβαια, νὰ τὸ γεμίσουμε μὲ χαρὲς καὶἀνέσεις τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ πληρότητα αὐτὴ τῆς καρδιᾶς δὲν ἀφήνει στοὺς Ἁγίους περιθώρια κενοδοξίας.
Ἐπιδιώκουν τὴν ἀφάνεια, τὴν ταπείνωση, τὴν ἄμεση καὶ διαρκῆἐπικοινωνία μὲ τὴν οὐράνια ἀγάπη, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα μας.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα Ἅγιοι. Τὰὀνόματά τους δὲν διαφημίζονται στὶς ἐφημερίδες, στὶς τηλεοράσεις, στὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας.
Παραμένουν ἄγνωστοι, ἂν καὶ εἶναι ἄνθρωποι τῆς διπλανῆς πόρτας, τοῦδιπλανοῦ διαμερίσματος. Ἡἁγιότης δὲν προβάλλεται.
Παραμένει σιωπηλή, γιατὶ δὲν στοχεύει στὴν ἀνθρώπινη δόξα. Δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν πολλῶν.
Τὴν ἐνδιαφέρει μόνο ἡ εὐαρέσκεια τοῦ Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτοῦ ποὺ γνωρίζει τοὺς ἀγῶνες μας καὶ περιμένει νὰ μᾶς δώσει τὸ στέμμα τῆς ἀφθαρσίας.
Ἀφανὴς γιὰ χρόνια πολλά, ἀλλὰἐμφανέστατος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, παρέμενε ὁἅγιος Ἱερομάρτυς τοῦἘμπορίου Ἑορδαίας, τὸν ὁποῖον προσφυῶς ἐπονομάσαμε Μύρωνα, λόγῳ τῆς χάριτος ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Κύριο, τῆς μυροβλύσεως τῶν χαριτοβρύτων του λειψάνων.
Καὶἄλλων πολλῶν ἁγίων ἀγνοοῦντες τὰὀνόματα δώσαμε στὴν Ἐκκλησία μας ὀνόματα σχετικὰ μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς χάριτος ποὺ παρουσιάζουν, τὴν βιοτική τους ταυτότητα ἢ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔγιναν γνωστοί.
Ἔτσι ἔχουμε τὸν «εὐγνώμονα Ληστή», τὸν ὅσιο «Εὐδόκιμο», τὸν Βατοπεδινό, τὸν ἀσκητὴ «Προσδόκιο» ἀπὸ τὴν Σαντορίνη.
Ὁἀφανὴς μέχρι πρό τινος Ἱερομάρτυς Μύρων ἔγινε ἐμφανὴς στὸχριστεπώνυμο πλήρωμα μόλις τὰ τελευταῖα ἔτη καὶ μάλιστα μὲ τὴν μυροβλυσία τῶν τιμίων του λειψάνων. Θεωροῦμε ὅτι ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Μογλενῶν γιὰ δύο λόγους.
Πρῶτον γιατὶ τὸἘμπόριο ὑπῆρξε γιὰ μιὰἑκατοντάδα ἐτῶν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Μογλενῶν καὶ δεύτερον γιατὶ τὸ σκήνωμα τοῦἉγίου βρέθηκε καθήμενο στὸν σολέα τοῦ Ναοῦ τοῦἉγίου Μηνᾶ καὶ πλησίον του πόλος ὠμοφορίου, ὑπολείμματα ἀπὸἀρχιερατικὸ μανδύα καὶ δικεροτρίκηρο, χαρακτηριστικὰἀντικείμενα ἐπισκόπου.
Στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τῆς Μητροπόλεως δὲν ἀναφέρεται κάποιος μὲ τὸὄνομα αὐτό, ἀλλὰ οὔτε καὶἱερομάρτυς.
Ἔτσι δὲν διαφωτιζόμαστε ἀπὸ αὐτούς. Τὸὅτι ὁἍγιος Μύρων εἶναι Μάρτυς πίστεως φαίνεται ἀπὸ τὰ σημάδια στὴν τιμία του κεφαλὴἀπὸ καρφιά.
ὉἍγιος Μύρων ἐνταφιάσθηκε ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τοῦἉγίου Μηνᾶ, ὁὁποῖος ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τοῦἘμπορίου, καὶ αὐτὸἀποτελεῖἔνδειξη τιμῆς στὸἐπισκοπικό του ἀξίωμα καὶ μὲ θαυμαστὸ τρόπο εὑρέθησαν μυροβλύζοντα στοὺς δυσχείμερους καιρούς μας, γιὰ να δυναμώσει ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων ποὺἔχει, δυστυχῶς, ἐξανθενήσει.
Τὴν χάρη τῆς μυροβλυσίας γνώρισε πολλὲς σύγχρονες ἁγιασμένες μορφὲς καὶἀξιώνομαι καὶἐγὼ νὰ καταθέσω τὴν προσωπική μου μαρτυρία τῆς μυροβλυσίας τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ προσφυῶς ὀνομασθέντος «Ἁγίου Μύρωνος».
Σήμερα ὁ κατανυκτικώτατος Ναὸς τοῦἉγίου Μηνᾶ εὐωδιάζει ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἱερῶν τοῦἉγίου Μύρωνος λειψάνων, τὰὁποῖα συναγωνίζονται σὲ εὐωδία αὐτὰ τοῦ πολιούχου Ἁγίου Μηνᾶ.
Εὔχομαι ὁἍγιος σύντομα νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸὄνομά του. Μέχρι τότε ἐμεῖς θὰ τὸν τιμοῦμε ὡς «Ἅγιο Μύρωνα».
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας