ΕΝΑΣ ΚΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΕΣΠΑΣΕ… “ΛΕΒΕΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ, ΕΤΣΙ ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΑ”
«μέρεψε η άγρια νύχτα αυτή, η ομίχλη άπλωσε το πέπλο της,
πίσω από θολά παράθυρα, σ’ ένα δωμάτιο με αχνό το φως,
ξεχωρίζουν μάτια νοτισμένα με δάκρυα,
σέρνονται οι μνήμες σε θύμισες κουρελιασμένες, ανάμεσα σε θαμπούς καθρέπτες,
στα ίδια σημάδια που έχουν χαθεί με τον πόνο της απώλειας»
Λεβεντάνθρωπος ο Θανάσης, έτσι τον έβλεπα. Έμπαινε μέσα στην καρδιά σου απρόσκλητος, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Ερωτεύτηκε από παιδί με τη ζωή .Την άρπαξε απ’ τα γκέμια και την έκαμε οικογένεια,την έδεσε με εγγόνια και δισέγγονα.
Δεν στέρησε από κανέναν τίποτε, κοντινούς- μακρινούς συγγενείς και φίλους. Όταν ράγιζε η καρδιά του από αδικίες, αυτός κρατούσε τα γκέμια και με το μαστίγιο καμτσίκευε τον πόνο, να φύγει μακριά από τα παιδιά του.
80 χρόνια ζωής, πλημμυρισμένος από έρωτα και αγάπη , με ροζιασμένα χέρια έφυγε, γιατί ο ίδιος ήταν έτοιμος για να φύγει. Άφησε άδειο το κρεβάτι του νοσοκομείου και τις στιγμές κενές γεμάτες αγωνία από την παρουσία του να αποσύρονται μέσα στη σιωπή, με ένα απαλό χάδι αποχαιρετισμού ! !
Καθώς φεύγει η ώρα, τα λόγια έρχονται να κάνουν παρέα στη σκέψη, να πάρουν από το χέρι κάθε θύμηση όμορφη, γλυκιά, να την κάνουν προσευχή στο εικονοστάσι την ώρα που θα ανάβει το καντήλι. Κάποιες άλλες στιγμές , με το ρακί να ρέει ακόμη, να χαϊδεύει τη γλώσσα κι αυτή να λύνεται, θα θυμηθούμε και θα κλάψουμε. Κάθε παρανυχίδα σκέψης, θα εισβάλει σαν γρανίτης που δεν τεμαχίζεται, μια αφορμή για την εστία να στέκει αναμμένη με φλόγα σταθερή, να κρατά τη θύμηση ζωντανή.
Τάσος Ορφανίδης