EΛΛΗΝΕΣ ΚΛΗΡΙΚΟI ΚΑΤA ΤOΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚO ΑΓΩΝΑ… ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΟΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
ΚΕ’ ΓΕΝΙΚΟΝ ΙΕΡΑΤΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ
Ι.Μ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ
Δευτέρα 22-23.8.1994, 5μ.μ.
Θέμα:Ἕλληνες κληρικοὶ κατὰ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα.
«Ἔλαβα εἰς τὴν ὁμιλίαν μου ὅλην τὴν πειστικότητα καὶ τοὺς εἶπα τὰ ἑξῆς. Ἐπειδὴ πάντοτε κατὰ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἔθνους μας προΐστατο ἡ Ἐκκλησία ἔτσι καὶ τώρα πρὸ πάντων ὅτε κατ’ αὐτῆς κυρίως στρέφονται αἱ ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν μας πρέπει καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία νὰ προστατεύη τὸν ἀγῶνα.
Μόλις ἐπεράσαμεν τὸν Ἁλιάκμονα ἔβαλα τοὺς ἄνδρες μου νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸν εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ ὁποίου πρὸ πάντων χρεωστοῦμεν τὴν αἰσίαν ἄφιξίν μας... Εὐχαρίστησα καὶ συνεχάρην τοὺς ἄδρας ὅλους διὰ τὴν πειθαρχίαν ποὺ ἐτήρησαν μὅλας τὰς δοκιμασίας καὶ ἀπογοητεύσεις καὶ ἀπέδωκα τὴν καλήν των διαγωγὴν εἰς τὴν συναίσθησιν τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς μας. Τοὺς εἶπα ὅτι ὡς βάσιν τοῦ πολέμου τὸν ὁποῖον ἀνελάβομεν θὰ ἔχωμεν τὴν θρησκείαν, διότι ἐναντίον αὐτῆς πρὸ πάντων ἐπιτίθενται οἱ Βούλγαροι. Ἕνεκα τούτου ἠξίωσα νὰ τηροῦν εὐλαβῶς τὰ παραγγέλματα τῆς θρησκείας μας καὶ νὰ μὴ βλασφημοῦν κ.τ.λ.
Τότε ὁ Παῦλος μοὶ εἶπεν. Φίλε μου, τὸ καθῆκον πρὸς τὴν πατρίδα εἶναι μέγιστον. Ἡ πατρὶς κινδυνεύει καὶ ἤδη ἀνήκομεν εἰς αὐτὴν. Ἡ Μακεδονία εἶναι οἱ πνεύμονες τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄνευ τούτων ἡ λοιπὴ Ἑλλὰς δὲν δύναται νὰ ζήση. Ἂς ἀφήσωμεν τὰς συγκινήσεις καὶ ἂς σπεύσωμεν εἰς τὴν φωνήν της ἐν ὅσῳ εἶναι καιρός».
Σεβασμιώτατε πάτερ.
Ἀγαπητοὶ Μακεδόνες συμπρεσβύτεροι.
Τὰ παραπάνω λόγια εἶναι ἀπὸ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου Μελᾶ ἕνα μῆνα σχεδὸν ἢ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν θυσία του γιὰ τὴν Μακεδονία μας.
Ἁπλᾶ καὶ λιτὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν σὲ κάποια ρεματιὰ ἢ σὲ κάποιο ὀντᾶ στὸ πόδι, μὲ νεῦρο, μὲ δέος, μὲ σπιθίζοντα μάτια, μὲ συγκινημένη φωνή, μὲ ζεστὴ καρδιά. Σίγουρα ζυγίζουν ἀμέτρητες φορὲς ἀπὸ ἀμέτρητα ταξίδια συγχρόνων μας προσώπων τοῦ καιροῦ μας περὶ τῆς ἀκεραιότητος τῆς Ἐλευθέρας πλὴν ἐπιβουλευομένης καὶ πάλιν Μακεδονίας μας.
Ἐπὶ πλέον τὰ λόγια αὐτὰ δείχνουν τὴν πίστι τῶν Μακεδονομάχων καὶ δίνουν τὸ στίγμα τῆς ἱερότητος τοῦ ἀγῶνα. Ξεκινοῦμε λοιπὸν μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑπέροχες καταθέσεις-ἐπισημάνσεις μὲ τὸ ἀκλόνητο συμπέρασμα. Ὅτι ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἱερὸ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Μακεδονίας μας ἀγῶνα δὲν μποροῦσε νὰ λείψη ὁ Μακεδόνας κληρικὸς ὅλων τῶν βαθμίδων, ὁ μοναχός, ὁ ἱερομόναχος, ὁ παπᾶς, ὁ ἡγούμενος, ὁ μητροπολίτης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, τὸ Μοναστήρι, ἡ Ἐκκλησιά, ἡ Μητρόπολι καὶ τέλος καὶ μᾶλλον πρῶτος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ Μακεδόνες κληρικοὶ κατὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα «ἀντανεπλήρωσαν τὰ ὑστερήματα τῶν παθημάτων» τοῦ γένους μας στὸν καιρό τους. Ἔμειναν κοντὰ στὰ ποίμνιά τους. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ συναντιοῦνταν μὲ τοὺς καπεταναίους τῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων, ἀλλὰ καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ πλήρωναν μὲ τὸ αἷμα τους καὶ τὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὶς αἱμοδιψεῖς τίγρεις τῶν κομιτατζήδων.
Δὲν ὑστέρησαν οἱ κληρικοὶ σὲ τίποτε ἔναντι τῶν ἐνόπλων παλληκαριῶν, ἔστω κι ἂν δὲν βαστοῦσαν ὅπλα. Ὅπως πάλι δὲν ὑστέρησαν, ὅσοι μαρτύρησαν, σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν αἴγλη τῶν μαρτύρων τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων.
Οἱ σελίδες τῆς ἱστορίας ποὺ παραθέτουν φωτογραφίες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἱστορικὸ ὑλικὸ γιὰ ὅσους ἔδωσαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὴν Μακεδονία μας διακόπτονται συχνὰ ἀπὸ φωτογραφίες ἀσπρομάλληδων καὶ νέων παπάδων, ἡγουμένων καὶ ἐπισκόπων. Ὅπου δὲ ὑπάρχουν μνημεῖα μὲ προτομὲς καὶ ἀνδριάντες, τὰ ὁποῖα θὰ διαλαλοῦν ὡς λίθοι φθεγγόμενοι στὶς γενιὲς ποὺ θἄρχονται τὴν ὑπέροχη θυσία τῶν Μακεδονομάχων, ἀνάμεσα σὲ ἀρειμάνια παλληκάρια ξεχωρίζει ἡ λιτὴ μαζὶ καὶ ἐπιβλητικὴ μορφὴ τοῦ Μακεδόνα κληρικοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν Μακεδονία μας. Κι ὅπου πάλι παρατίθενται κατάλογοι ὀνομάτων τῶν θυσιασθέντων μπροστὰ πάει ὁ παπᾶς ἢ ὁ δεσπότης κι ἀκολουθεῖ ὁ δάσκαλος, οἱ πρόκριτοι κι ὁ μαρτυρικὸς λαός. Ὅλοι αὐτοὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Μακεδονία μας.
Ἀπὸ τὶς αἱματοβαμμένες αὐτὲς φωτογραφίες καὶ ἀπὸ τοὺς ἄφωνους πλὴν μεγαλοφωνότατους ἀνδριάντες τῶν μαρτυρικῶν συλλειτουργῶν μας γιὰ τὴν Μακεδονία μας θὰ παρουσιάσω στὴν παροῦσα εἰσήγησι.
Α’. Ἐκφραστικὸ σκηνικὸ καὶ ῥωμαντικὴ εἶναι ἡ περιγραφή, τὴν ὁποία μᾶς παραδίδει ὁ Παῦλος Μελᾶς γιὰ τὸν γέροντα Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Ἁγίου Νικολάου Τσιριλόβου.
«... ὁ Ἡγούμενος λαμβάνων ἰδιοχείρως τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ μουλάρια ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς καὶ ἠθέλησε νὰ μᾶς ὁδηγήση μόνος του. Σὲ βεβαιῶ, ὅτι τὸ συγκινητικὸν καὶ ὡραῖον τῆς εἰκόνος ταύτης δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτέ. Ἦτον τωόντι ὡραῖον τὸ θέαμα καὶ συγκινητικόν. Ἡμεῖς ὅλοι ἐβαδίζαμεν ὄπισθέν του ἐφ’ ἑνὸς ζυγοῦ σιωπηλοὶ καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν ὡς πάντοτε τάξιν. Ὁ Ἡγούμενος ἦτον ἀσκεπής. Ἐβάδιζεν εὐθυτενέστατον ἔχων τὸ ὑψηλόν του ἀνάστημα καὶ μόνον τὴ κεφαλὴν κλίνων ἐμπρὸς ἐφαίνετο βυθισμένος εἰς τὶς οἶδε ποίας σκέψεις. Ἡ λευκή του κόμη ἐφαίνετο ἀργυρᾶ εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, τὸ δὲ μαῦρο ῥάσον του εἰς τὸ φῶς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐλαφρὰ ὁμίχλη ἔκαμνεν ἀκόμη μυστηριωδέστερον, τὸν ἐδείκνυεν ἀκόμη ὑψηλότερον. Εἰς ὅλους μας ἔκαμνεν ἐντύπωσιν τὸ θέαμα τοῦ ἀγαπητοῦ γέροντος. Καὶ μᾶς ἐφάνη ὅτι ἐβλέπομεν τὴν Ἐκκλησίαν μας, τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Χριστοῦ χειραγωγοῦντα ἡμᾶς εἰς τὸ ὑψηλὸν ἔργον τὸ ὁποῖον ἠρχίσαμεν χθές. Ὅταν ἐφθάσαμεν κάτω εἰς τὴν πεδιάδα ὁ Ἡγούμενος ἐσταμάτησε καὶ παρερχομένους τὸν ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου μᾶς ηὐλόγει καὶ μᾶς ἠσπάζετο».
Καὶ μιὰ δεύτερη μαρτυρία τοῦ Παύλου Μελᾶ ἀφορᾶ τὸν παπᾶ καὶ τὴν παπαδιὰ τοῦ Ζέλοβου. «Στὸ Ζέλοβο αἱ γυναῖκες ἰδίως ἔχουν φοβερὰ ἀνεπτυγμένο τὸ αἴσθημα τὸ ἑλληνικὸν καὶ ὀρθόδοξον. Ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς παπαδιᾶς μας δὲ περιγράφεται. Εἶναι δὲ καὶ πρώτης τάξεως παλληκάρισσα. Ὅταν περίπου 150 κομίται ἐπλησίασαν τὸ χωριό, αὐτὴ πρώτη μὲ τὸν παπᾶ της καὶ τὸν Ναοὺμ Ἀνδρέου, γενναῖον καὶ ὡραῖον προὔχοντα, αὐτὴ λέγω, μὲ ἕνα τσεκούρι εἰς τὸ χέρι ἐβγῆκε πρώτη ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ χωριοῦ πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν κομιτῶν. Πρὸ τῆς στάσεως ταύτης τοῦ χωριοῦ οἱ οὐτιδανοὶ ἔφυγαν».
Στὶς 21 Μαΐου 1903 καὶ τὸ Παλαιοχώριον-Φούφας Ἑορδαίας ἔδωκε τὸν ἱερομάρτυρά του γιὰ τὴν Μακεδονία μας. Κατακρεουργήθηκε ὁ παπαΝικόλας Καρατζᾶς. Ὁ παπαΝικόλας ἐπιτελοῦσε μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμὸ τὰ ἱερατικὰ καὶ ἐθνικά του καθήκοντα. Ἱερὲς καὶ οἱ δυὸ ἀποστολές. Μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἐπισκόπου του καὶ τοῦ Προξενείου Μοναστηρίου σχημάτισαν στὸ χωριό τους τὴν ἐπιτροπὴ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Οἱ κομιτατζῆδες τρομοκρατοῦν τὴν περιοχὴ καὶ βλέπουν ὡς ἐμπόδιο στὰ σχέδιά τους τὸν παπαΝικόλα. Γιαὐτὸ καὶ στὶς 21 Μαΐου 1903 ποὺ λειτούργησε στὴν Ῥακίτα-Ὀλυμπιάδα Ἑορδαίας παρέμεινε στὸ σπίτι τῆς κόρης του, ποὺ ἦταν παντρεμένη ἐκεῖ. Αὐτὴν τὴ νύχτα ὅρμησαν στὸ σπίτι οἱ κομιτατζῆδες καὶ συνέλαβαν τὸν παπαΝικόλα. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Καθ’ ὁδὸν συμπλέκεται μαζί τους, γιὰ νὰ ξεφύγη ὥσπου τελικὰ πέφτει αἱμόφυρτος κάτω ἀπὸ τὰ μαχαίρια τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν βουλγαριζόντων.
Τὴν αἱματωμένη θέσι του τὴν κράτησε ὁ γιός του Μάρκος. Χειροτονεῖται καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη κατὰ τὴν χειροτονία του κι αὐτὸς παπαΝικόλας, γιὰ νὰ συνεχιστῆ ἡ προσφορὰ γιὰ τὴν Μακεδονία μας.
Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο σκηνικὸ ἐκτυλίχθηκε καὶ στὸ Στρέμπενο-Ἀσπρόγεια Καστοριᾶς. Κατακρεουργήθηκε ὁ γέροντας παπαΔη-μήτρης καὶ ὁ πρωτότοκος γιός του κατὰ τὴν χειροτονία του μετονο-μάσθηκε σὲ παπαΔημήτρη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανὸ Καραβαγγέλη, γιὰ νὰ συνεχίση ἡ ἴδια προσφορὰ γιὰ τὴν Μακεδονία μας.
Ἄλλος μάρτυρας ὁ παπαΣταῦρος Παπαναοὺμ στὸν Λαιμὸ Πρεσπῶν. Πῆγαν οἱ κομιτατζῆδες μὲ ἀρχηγὸ τὸν Πέντσωφ καὶ συνέλαβαν τὴν πατριαρχικὴ οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 15 ἄτομα. Πῆραν τὸν γέροντα παπαΣταῦρο στὴν ἐκκλησία καὶ ὀχτὼ βούλγαροι σούβλισαν μὲ μιᾶς τὸν μάρτυρα μὲ τὰ μαχαίρια τους. Τὸν σήκωσαν ψηλὰ καὶ τὸν ἄφησαν νὰ πέση αἱμόφυρτο στὸ δάπεδο.
Στὴ Νεβολιάνη-Σκοπιὰ Φλωρίνης, στὰ 1905 οἱ κομιτατζῆδες δολοφόνησαν τὸν παπαΚωνσταντῖνο Σταμπολῆ πρωὶ Κυριακῆς στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας τους. Ἀπὸ τότε ἡ πόρτα στὴν ὁποία τὸν δολοφόνησαν παραμένει κλειστή, ὅπως καὶ τοῦ Πατριαρχείου.
Στὰ 1906 δεύτερος μάρτυρας ὁ παπαἈναστάσης Ἀναστάσιος. Κατὰ Ὀκτώβριο μῆνα ἐπιστρέφοντας στὸ σπίτι του μετὰ ἀπὸ τέλεσι γάμου κάποιος Βούλγαρος ντυμένος σὰν Τοῦρκος χωροφύλακας τοῦ ζήτησε καφὲ καὶ ὁ παπαἈναστήσης εἶπε στὴν παπαδιά, «Δὲν μοῦ φαίνεται γιὰ καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ πήγαινε νὰ τοῦ φτιάξης καφέ. Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Βούλγαρος ἔσφαξε τὸν παπαἈναστάση. Ὅταν ἦλθε ἡ παπαδιὰ μὲ τὸν καφὲ τὸν βρῆκε αἱμόφυρτο καὶ νεκρό.
Ὁ παπαΓιάννης ἀπὸ τὴν Βεύη προσκαλεῖται τάχα γιὰ τέλεσι κηδείας στὴν Σιταριά. Ἐκεῖ μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ κοιμητηρίου τὸν περιμένει ὄχι κηδεία, ποὺ ἦταν τέχνασμα, ἀλλὰ ὁ δολοφόνος Τζόρλεφ. Τὸν χτυποῦν μὲ βαρὺ ξύλο στὸ κεφάλι καὶ τὸν ἀποτελειώνουν μὲ πισώπλατες μαχαιριὲς στὶς 2.9.1902.
Στὴν ἴδια σειρὰ εἶναι καὶ ὁ παπαΚωνσταντῖνος ἀπὸ τὸ Νερέτι-Πολυπόταμος Φλωρίνης. Μὲ 12 σφαῖρες καὶ μαχαιριὲς καὶ κομμένες τὶς φλέβες τῶν χεριῶν του δολοφονεῖται στὰ 1902.
Τὸν παπαἨλία ἀπὸ τὴν Ποσδίβιστα τοῦ ἔκοψαν χέρια, πόδια καὶ αὐτιά. Τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ τέλος οἱ δολοφόνοι τὸν ἀποκεφάλισαν στὰ 1902.
Στὸ Ράκοβο-Κρατερὸ Φλωρίνης δολοφόνησαν τὸν παπαΔημήτρη καὶ τὸν δάσκαλο στὶς 5.6.1903.
Στὸ Κρουσοράτι δολοφόνησαν τὸν παπαΘανάση στὶς 8.6.1903.
Στὴν Πρεκοπάνα-Περικοπὴ πάνω στὸ Βίτσι δολοφόνησαν παπᾶ καὶ δάσκαλο.
Στὴν Γραδένιτσα τὸν Σεπτέμβριο 1905 ὁ σχισματικὸς παπαΓκιοῦρο ἀπὸ τὴν Καρατζόβα ἔσφαξε μὲ τὰ χέρια του τὸν ἤδη πληγωμένο ἀπὸ τοὺς κομιτατζῆδες παπαΔημήτρη.
Στὸ Λέχοβο Φλωρίνης ὁ Πομόλεφ γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τοὺς ἀντάρτες ξέσπασε στὸν γέροντα παπαΓιώργη Ζῆκο καὶ στὸν γιό του. Ξερρίζωσαν τὰ γένεια τοῦ γέροντα καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του. Πατέρας καὶ γιὸς ἀναγκάστηκαν νὰ σκάψουν τὸ τάφο τους. Ὕστερα τοὺς σκέπασαν ὡς τὸν λαιμὸ μὲ χῶμα. Δύο ἡμερόνυχτα παιδεύτηκαν μέχρι νὰ ἐκπνεύσουν.
Στὴν Τραπεζίτσα Σερρῶν ὁ αἱμοβόρος Σαντάνσκυ ἔσφαξε μὲ τὰ χέρια του τὸν παπᾶ τοῦ χωριοῦ.
Στὸ Κονοπλάτι Σερρῶν ὁ βοεβόδας Γιουβὰν Καρασούλι ἔσφαξε πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα τὸν παπᾶ τοῦ χωριοῦ καὶ ἀνάγκασε τὸν σχισματικὸ παπᾶ νὰ λειτουργήση μὲ τὰ αἱματοβαμμένα ἄμφια τοῦ μάρτυρα καὶ δίπλα στὸ λείψανό του.
Ὁ παπαΝικόλας στὸν Ἅγιο Γερμανὸ Πρεσπῶν σφάχτηκε μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ ἐνώπιον τῶν κατοίκων τὴν 1.5.1905.
Ὁ παπαΝικόλας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Φλωρίνης δολοφονήθηκε ἄγρια στὶς 5.11.1905.
Ὁ παπαΧρῆστος τῆς Πρώτης Φλωρίνης ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κομιτατζήδων, ἀλλὰ στὸν Β’ γῦρο αἵματος δὲν γλίτωσε τὸ 1944.
Τὸν παπαΓιάννη ἀπὸ τὶς Σέρρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἔκοψαν τὸ κεφάλι του μὲ πριόνι.
Στὴν Μυράφτσα-Ἀντιγόνεια Στρωμνίτσης μαρτύρησε ὁ 70χρονος παπαΣτέφανος μὲ τρόπο εἰδεχθῆ. Στὴ 1 τὰ μεσάνυχτα τὸν συνέλαβαν, ἔβαλαν τὰ πόδια του νὰ καίγονται στὴ φωτιὰ καὶ συγχρόνως τὸν μαχαίρωναν οἱ δολοφόνοι. Τέλος περιέλουσαν τὸ κεφάλι του μὲ πετρέλαιο, τὸν ἔκαψαν, ὥστε ἔγινε ἄμορφη μᾶζα.
Στὶς 8.3.1905 εἰσέβαλαν οἱ κομιτατζῆδες στὴν Ἱ.Μ. Ἁγίου Νικολάου Σλήβενης-Κορομηλιᾶς Καστοριᾶς. Κατακρεούργησαν τὸν Ἡγούμενο Ἄνθιμο γέροντα 75 ἐτῶν μὲ 120 μαχαιριὲς, ἔβγαλαν τὰ μάτια, ἔκοψαν τὰ αὐτιά, βρώμισαν τὸ στόμα του καὶ συνέθλιψαν μὲ βαριὰ πέτρα τὸ κεφάλι του. Ἀφοῦ δὲ κατέσφαξαν μὲ τὸν ἴδιο θηριώδη τρόπο καὶ τὸν μοναχὸ Δαμασκηνό, ἔφυγαν ἀφήνοντας τὸ μοναστήρι στάχτη καὶ ἐρείπια.
Ὁ παπαΣταῦρος Τσάμης, λαμπρὸ στέλεχος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος, ἀφοῦ συνεργάστηκε μὲ ὅλους τοὺς καπεταναίους καὶ μὲ τὸν Παῦλο Μελᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει πολλὰ ἐπαινετικὰ στὶς ἐπιστολές του, τέλος ἔπεσε σὲ ἐνέδρα δολοφόνων κομιτατζήδων καὶ τὸν ἀποτελείωσαν μὲ τὰ τσεκούρια τους στὶς 15.7.1906.
Μετρᾶς σὲ στατιστικὴ τοῦ Πατριαρχείου περίπου 80 ἱερεῖς, ἡγουμένους καὶ μοναχοὺς ποὺ σφαγιάσθηκαν κατὰ τὰ ἔτη 1896-1908 ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους. Ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν κληρικῶν τοῦ καιροῦ ἐκείνου τὸ ποσοστὸ τοῦτο εἶναι μεγάλο.
Οἱ μάρτυρες αὐτοὶ κληρικοί μας, ὡς ἀγαθοὶ καρποί, στηρίζονταν σὲ μαρτυρικὰ κλωνάρια καὶ τὰ ὁποῖα στηρίζονταν σὲ μαρτυρικὸ κορμό. Ἡ δὲ ῥίζα τοῦ κορμοῦ διοχέτευε φρόνημα καὶ πνεῦμα μαρτυρικό.
Τὸ μαρτυρικὸ στήριγμα τῆς Μακεδονάις μας σὲ κεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν μόνο τὸ Πατριαρχεῖο. Οἱ νέοι στὴν ἡλικία ἐπίσκοποι τῶν Μητροπόλεων τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἀντικατέστησαν τοὺς γηρασμένους ὄχι μόνο στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, δόθηκαν φανερὰ στὸν ἀγῶνα, γιὰ νὰ κρατηθῆ ἡ Μακεδονία μας Ὀρθόδοξη καὶ Ἑλληνική.
Δυστυχῶς σαὐτὸν τὸν δύσκολο καιρὸ γιὰ τὴν Μακεδονία μας ἡ Ἀθήνα κοιμοῦνταν καλὰ ἢ χόρευε καλλίτερα. Συνιστοῦσε δὲ «μὴ γεννᾶτε προβλήματα».
Πατριάρχης κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι ὁ Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος ἀσταμάτητα διαμαρτύρεται εἴτε στὸν Σουλτᾶνο Ἀβδοὺλ Χαμὶτ Χὰν εἴτε στοὺς ὑπουργοὺς καὶ Προξένους τῶν «μεγάλων δυνάμεων» (νὰ μᾶς φυλάγη ὁ Θεὸς), γιὰ τὰ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα τῶν Βουλγάρων σὲ βάρος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας.
Πρῶτος στὴ σειρὰ τῶν Μακεδονομάχων ἱεραρχῶν δεσπόζει ὁ Καστορίας Γερμανὸς Καραβαγγέλης θεωρούμενος καὶ «τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔμβλημα», ὅπως ὁ Παῦλος Μελᾶς τὸ «στρατιωτικὸ ἔμβλημα» τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Νέος σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν ἀναλαμβάνει τὴν σὲ νευραλγικὴ θέσι Μητρόπολι Καστορίας, ὅπου οἱ σχισματικοὶ ἔκαμναν θραῦσι καὶ οἱ κομιτατζῆδες ἔσφαζαν καὶ ἔκαιγαν.
Ὁ Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Φώτιος Καλπίδης περὶ τὰ μέσα Ἰουλίου 1902 ἐνθρονίζεται σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν. Στὶς δὲ 9.9.1906 πέφτει ἀπὸ τὶς σφαῖρες 30μελοῦς συμμορίας κομιτατζήδων.
Στὸ Μοναστήρι εἶναι ὁ Ἰωακεὶμ Φορόπουλος
Στὴν Ἔδεσσα ὁ νέος στὴν ἡλικία Στέφανος Δανιηλίδης.
Στὴν Κοζάνη μὲ πλούσια δράσι ἐτῶν ὁ Κωνστάντιος Ματούλας γιὰ τὸν ὁποῖο γράφει πολλὰ ἐπαινετικὰ ὁ Παῦλος Μελᾶς στὶς ἐπιστολές του.
Σὲ ὅλες τὶς Μητροπόλεις τῆς Κεντρικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Μακεδονίας εὑρίσκονται ἐπίσκοποι, ποῦ ζοῦν ἐν ἐπιγνώσει τους «μὲ τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου» καὶ ἐκτεθειμένοι ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν σὲ μυρίους ἐμφανεῖς κινδύνους. Ὅταν δὲ τὸ καλῆ ὁ καιρὸς βαδίζουν λεβέντικα τὴν ἀνηφόρα τοῦ Γολγοθᾶ σὲ ἑκούσια θυσία, ὅπως ὁ Αἰμιλιανὸς Γρεβενῶν τὴν 1.10.1911 καὶ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης στὰ 1922.
Ὡς τελευταῖο χαρακτηριστικὸ γεγονὸς θυσίας ἐπέλεξα τὸ μαρτύριο τοῦ ἱερομάρτυρος παπαΠέτρου στὸ Ξινὸ Νερὸ Ἀμυνταίου στὶς 28.8.1904. Ἀριθμοῦσε τότε τὸ χωριὸ 20 πατριαρχικὲς οἰκογένειες καὶ 180 σχισματικὲς ποὺ ἦταν μὲ τὴν βουλγαρικὴ Ἐξαρχία. Ὁ Μογλενῶν Ἰωαννίκιος τὸ ὀνόμαζε «ἡ κοιτὶς τοῦ σχίσματος».
Σὲ δραματικὴ ἀναφορά του πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο ὁ Ἰωαννίκιος περιγράφει πῶς εἶδε τὸ παραμορφωμένο λείψανο τοῦ μάρτυρος ἱερέως. Τέσσερις μαχαιριὲς στὸν λαιμό, δύο στὸ στῆθος, δύο στὴν κοιλιά, δύο στὴ ράχη, δύο στὰ χέρια, ἀπὸ μία στὶς κνῆμες, μία στὸ ἀριστερὸ μάγουλο, τρύπησαν τὸν λάρυγγα, ἀπέκοψαν τὴ γλῶσσα. Ὁ ἀνακριτὴς καὶ ὁ εἰσαγγελέας δὲν ἄντεξαν στὸ μακάβριο θέαμα καὶ βγῆκαν ἀμέσως σχεδὸν λιπόθυμοι ἔξω τοῦ δωματίου.
Καὶ συνεχίζει ὁ Μητροπολίτης καταθέτων γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τοῦ ἱερέως καὶ γιὰ τὴν γενναιότητα μὲ τὴν ὁποία ἔβλεπε τὸ προσεγγίζον μαρτύριό του.
«Ὁ μακαρίτης συνήνου ἐν ἑαυτῷ τὸ πρότυπον εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου ἱερέως, ἀνδρὸς διδακτικωτάτου καὶ βίον ἄγοντος παραδειγματικοῦ καὶ πλήρους ἀριζήλου καὶ εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ἁγνῶν τε αἰσθημάτων μεστοῦ καὶ χαρακτῆρος σιδηροῦ καὶ οὐχὶ εὐμεταβλήτου. Διότι δι’ ἐπιστολῶν ἀπειλούμενος ἵνα ἐξωμώση ἀπαρνούμενος τὴν Μ. Ἐκκλησίαν ἀφελῶς ὁ μακαρίτης καὶ ἀταράχως ἔλεγεν, ὅτι «δὲν φοβεῖται παρὰ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα ἡμῶν, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι καὶ ὅτι θὰ μένω πιστὸς μέχρι θανάτου, ἵνα λάβω τὸν στέφανον τῆς ζωῆς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Προτιμότερον, ἔλεγεν, ἔντιμος ζωὴ μιᾶς ἡμέρας, ἢ ζωὴ πολυχρόνιος καὶ σχισματικὴ ὑπὸ τὸν ἀφωρισμένον Ἔξαρχον. Στέφανον τῆς ζωῆς μου θέλω θεωρήσει τὸν τῆς δολοφονίας θάνατον ὑπὸ τοῦ Κομιτάτου ἀρκεῖ μόνον ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ μοὶ δώση ὑπομονὴν καὶ ἐγκαρτέρησιν εἰς τὸν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνα», ἔλεγέ μοι πρὸ εἴκοσιν ἡμερῶν ἐν τῇ Μητροπόλει. «Παρακαλῶ τὸν ἅγιον Θεὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ μὲ ἠξίωσε τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ γίνω λειτουργὸς τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ μου, μὴ ὁ μισόκαλος διάβολος διαστρέψη τοὺς καθαροὺς καὶ ἀδόλους λογισμούς μου. Τὰ τέκνα μου δὲν θὰ μείνωσιν ὀρφανὰ ἐν ὅσῳ ζῆ τὸ Ἔθνος καὶ ἡ Ἐκκλησία. Αὕτη μὲν εἶναι μήτηρ, ἐκεῖνο δὲ πατὴρ καὶ θέλουσι διατηρήσει ταῦτα ἐμοῦ θανόντος. Ὥστε ἐὰν ἐγὼ ἀποθάνω τὰ τέκνα μου δὲν θ’ ἀπορφανισθῶσι».
Τελειώνω, ἀδελφοί μου, τὴν παροῦσα εἰσήγησι μὲ δύο ἐρωτηματικά.
Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς, ποὺ εἴμαστε σχεδὸν στὶς ἴδιες ἐνορίες ποὺ ἦσαν πρὸ ἡμῶν ἱερομάρτυρες συλλειτουργοί μας καὶ λειτουργοῦμε στὴν ἴδια ἐκκλησιά, στὴν ἴδια ἁγία Τράπεζα, ἴσως μὲ τὰ ἴδια ἅγια Ποτήρια, ὑπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἴδιων εἰκόνων ποὺ κάποιες θὰ εἶδαν καὶ τὰ μαρτύριά τους, ἐμεῖς ἀναρωτιέμαι, ἂν τὸ καλέση ὁ καιρὸς καὶ τὰ προγράμματα τῶν μεγάλων δαιμονικῶν δυνάμεων Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς, θὰ κρατήσουμε τὴν ἴδια σταθερὴ θέσι ἔναντι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Μακεδονίας μας, ὅπως οἱ μάρτυρες συλλειτουργοί μας;
Καὶ τὸ δεύτερο ἐρώτημά μου. Γιατὶ αὐτοὶ οἱ μάρτυρες ἀδελφοί μας, «οἱ μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι κατηγωνίσαντο κομιτατζήδων, ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς καὶ ἐξορίας καὶ λεηλασιῶν. Ἐλιθάσθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας, διὰ πελέκεων καὶ πυρᾶς ἀπέθανον. Ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς»; Ἀναρωτιέμαι. Ὅλο αὐτὸ τὸ νέφος τῶν μαρτύρων τὶ ὀλιγότερο ἔχει ἀπὸ τοὺς μάρτυρες τῶν πρώτων διωγμῶν, τοὺς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας; Ἢ τὶ ὀλιγότερο ἔχει ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς ἀναγνωριζομένους ὡς ἁγίους καὶ ὁρίζεται μὲ συνοδικὴ ἢ πατριαρχικὴ Πρᾶξι νὰ τιμῶνται ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἐπιμένω στὸ ἐρωτηματικό μου.
Τὶ ὀλιγότερο ἔχουν;
ἄχ.ἀρ.νι.μα.